φλογίς

φλογίς
φλογίς
piece of broiled flesh
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλογίς — ίδος, ἡ, Α κρέας ψητό στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φλογίδας — φλογίς piece of broiled flesh fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίδες — φλογίς piece of broiled flesh fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογιά — και ιων. τ. φλογιή, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ιά / ιή (πρβλ. τροχ ιά). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλόγινος, φλογίς) οδηγούν πιθ. σε μια μορφή θ. φλογ ι ] …   Dictionary of Greek

  • φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής …   Dictionary of Greek

  • φλογί — φλόξ flame fem dat sg φλογίς piece of broiled flesh fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”